πολιορκίη

πολιορκίη
πολιορκία
siege of a city
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολιορκίῃ — πολιορκία siege of a city fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”